Από τα 100+ κανναβινοειδή που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι τώρα, μόνο ελάχιστα έχουν μελετηθεί εις βάθος. Εδώ, θα ρίξουμε μια ματιά στα χαρακτηριστικά του καθενός και θα δούμε τι λέει η έρευνα σχετικά με τις θεραπευτικές τους ιδιότητες. Θα ξεκινήσουμε με τα πιο γνωστά και στη συνέχεια θα περάσουμε σε μερικά από τα λιγότερο γνωστά μόρια.

 

THC (τετραϋδροκανναβινόλη)

Είναι ένα κανναβινοειδές που υπάρχει σε μεγαλύτερη συγκέντρωση στις ποικιλίες της Cannabis Indica. Η THC είναι ίσως το πιο διάσημο από όλα τα κανναβινοειδή, καθώς και το πιο αμφιλεγόμενο. Αυτή η χημική ουσία είναι κυρίως υπεύθυνη για το ψυχοτρόπο «ανέβασμα» που προκαλείται από το κάπνισμα ή την κατανάλωση της κάνναβης και έχει επίσης ποικίλες θεραπευτικές χρήσεις. Η THC είναι το πιο άφθονο κανναβινοειδές σε χημειοτύπους (ένας περιγραφικός όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη χημική σύνθεση μιας ποικιλίας σε σχέση με τους δευτερογενείς μεταβολίτες της), που παράγονται για την πρόκληση της ψυχοτρόπου επίδρασης. Είναι η αλληλεπίδραση της THC με τον υποδοχέα CB1 στο κεντρικό νευρικό σύστημα που προκαλεί την ψυχοδραστική επίδραση του. Μια από τις πιο εκπληκτικές ανακαλύψεις σχετικά με την THC είναι η ικανότητα του να προκαλεί απόπτωση (ελεγχόμενο κυτταρικό θάνατο) σε κύτταρα όγκων, προστατεύοντας ταυτόχρονα τα υγιή κύτταρα από τον κυτταρικό θάνατο. Αυτή η έρευνα[3] έχει διεξαχθεί σε ζωικά μοντέλα, αλλά απαιτείται διακαώς περισσότερη έρευνα για να διερευνηθεί η θεραπευτική αξία της THC σε αυτόν τον τομέα. Η THC αλληλεπιδρά με τους υποδοχείς CB1 και CB2. Μέσω αυτού του μηχανισμού, το μόριο έχει επίσης επιδείξει[4] ικανότητες ρύθμισης του πόνου, της σπαστικότητα, της νάρκωσης, της όρεξης και της διάθεσης. Για παράδειγμα, η έρευνα[5] που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Clinical Therapeutics» βρήκε σημαντική μείωση του πόνου σε ασθενείς με προοδευτική σκλήρυνση κατά πλάκας, αμέσως μετά τη χορήγηση, από του στόματος, παρασκευάσματος με THCΕπιπροσθέτως, η THC εμφανίζει επίσης νευροπροστατευτικά αποτελέσματα και έχει αποδειχθεί[6] ότι έχει χαμηλότερα επίπεδα βήτα αμυλοειδούς σε μελέτες εντός εργαστηρίου (εκτός ενός ζωντανού οργανισμού), γεγονός που υποδηλώνει ότι θα μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο ως πιθανό θεραπευτικό μέσο στη νόσο του AlzheimerΤέλος, και αρκετά εντυπωσιακό, είναι το γεγονός ότι η THC είναι ένα ισχυρό αντιφλεγμονώδες, διαθέτοντας[7] στην 20η τις αντιφλεγμονώδεις επιδράσεις της ασπιρίνης.

 




CBD (κανναβιδιόλη)

Βρίσκεται σε μεγάλη συγκέντρωση στην ποικιλία της Cannabis Sativa L. Η CBD είναι το δεύτερο πιο άφθονο κανναβινοειδές σε πολλούς χημειοτύπους κάνναβης που καλλιεργούνται επιλεκτικά και το κύριο συστατικό κανναβινοειδών σε ποικιλίες που προορίζονται για θεραπευτικούς σκοπούς. Η CBD έχει προσελκύσει το μαζικό ενδιαφέρον κατά τα τελευταία χρόνια λόγω της μη ψυχοτρόπου φύσης της, της ασφάλειας και της εντυπωσιακής φαρμακευτικής της αξίας. Σε πολλές περιοχές όπου απαγορεύεται η κάνναβη, έχει προβλεφθεί νομοθεσία η οποία επιτρέπει την πώληση προϊόντων CBD, υπό τον όρο τα επίπεδα σε THC να είναι κάτω από ένα ορισμένο όριο που υπαγορεύεται από την τοπική νομοθεσία.

Μία από τις πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις μέχρι στιγμής αναφορικά με τα κανναβινοειδή, σχετίζεται με τη μείωση των όγκων. Κατά τη διάρκεια μιας έρευνας[8] που δημοσιεύθηκε στο «Molecular Cancer Therapeutics» χορηγήθηκε CBD σε μια κυτταρογραμμή καρκίνου του μαστού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το κανναβινοειδές πυροδότησε μια αλυσίδα χημικών εκδηλώσεων που οδήγησε σε απόπτωση, τον προγραμματισμένο θάνατο των καρκινικών κυττάρων.

Η CBD αλληλεπιδρά με το ενδοκανναβινοειδές σύστημα, αλλά έχει χαμηλή έλξη με τους υποδοχείς CB1 και CB2. Το κανναβινοειδές ασκεί σε μεγάλο βαθμό τις επιδράσεις του συνδεόμενο με μια σειρά από άλλους υποδοχείς, συμπεριλαμβανομένων των υποδοχέων σεροτονίνης και βαλλινοειδών. Ωστόσο, το μόριο είναι ένας ανταγωνιστής[9] CB1, ήτοι εμποδίζει άλλα μόρια, όπως το THC και το 2-AG, να δεσμεύονται σε αυτές τις θέσεις υποδοχέα. Ως αρνητικός αλλοστερικός τροποποιητής[9] του CB1, το CBD έχει αποδειχθεί ότι μειώνει ορισμένες από τις αρνητικές ψυχολογικές επιδράσεις του THC.  Επιπλέον, η CBD είναι έμμεσα ικανή να αυξήσει τα επίπεδα των ενδοκανναβινοειδών στο σώμα, γεγονός που ενδεχομένως να δίνει εξήγηση για τις αναλγητικές και αντιψυχωσικές[11] της επιδράσεις. Τα ενδοκανναβινοειδή αντιανταμίδη και 2-AG μεταβολίζονται (διασπασμένα) από το ένζυμο FAAH (υδρολάση λιπαρών οξέων αμιδίου). Όλως περιέργως, η CBD αναστέλλει το FAAH, ανεβάζοντας προσωρινά τα επίπεδα αντιαμιδίου στη περιυδραγώγιο φαιά ουσία. Η CBD σχετίζεται επίσης με αντισπασμωδικές επιδράσεις και με την ικανότητα μείωσης ορισμένων τύπων επιληπτικών κρίσεων. Η έρευνα[12] που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Neuropharmacology» διερεύνησε τα κλινικά οφέλη τόσο των εκχυλισμάτων κάνναβης πλούσιων σε CBD όσο και τηε εξαγνισμένης CBD σε περιπτώσεις δυσίατης επιληψίας. Τα δεδομένα από 670 ασθενείς αναλύθηκαν και διαπιστώθηκε ότι περίπου το 60% των ασθενών ανέφεραν βελτίωση ως προς τη συχνότητα των κρίσεων. Είναι ενδιαφέρον ότι διαπιστώθηκε ότι τα εκχυλίσματα πλούσια σε CBD συσχετίστηκαν με περισσότερες βελτιώσεις από ότι το απομονωμένο CBD. Οι ερευνητές δηλώνουν ότι η διαφορά αυτή θα μπορούσε να οφείλεται στην επίδραση του συνδυασμού, ήτοι στην ικανότητα των τερπενών και των κανναβινοειδών να συνεργάζονται. Η CBD εμφανίζει[13] επίσης αγχολυτικές, ανοσοκατασταλτικές, νευροπροστατευτικές και αντιοξειδωτικές ιδιότητες σε ερευνητικά περιβάλλοντα.


CBG (κανναβιγερόλη)

Η CBG βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες σε πολλές ποικιλίες κάνναβης σε πλήρη άνθιση και έχει βρεθεί ότι διαθέτει πολλές θεραπευτικές εφαρμογές. Το κανναβινοειδές είναι βανιλλοειδές και ανταγωνιστής του υποδοχέα CB1 και λειτουργεί[14] με παρόμοιο τρόπο με την CBD, δηλαδή αναστέλλοντας την επαναπρόσληψη ανανδαμιδίου. Ως ανταγωνιστής, λειτουργεί για να εμποδίσει άλλα μόρια από τη δέσμευση σε υποδοχείς και δεν τα ενεργοποιεί. Όσον αφορά τον υποδοχέα CB1, αυτός καθιστά την CBG μη ψυχοτρόπο.Όπως και οι προαναφερθείς ομολόγοι της, η CBG εμφανίζει δυνατότητες στον τομέα των όγκων. Μια εργασία[15] που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Carcinogenesis» διερεύνησε τις αντινεοπλασματικές επιδράσεις της CBG στον καρκίνο του παχέος εντέρου σε ποντίκια. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το κανναβινοειδές προάγει την απόπτωση και μειώνει την ανάπτυξη των κυττάρων. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η CBG θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια μελλοντική θεραπεία. Σε άλλη έρευνα, η CBG, μαζί με άλλα κανναβινοειδή, έδειξε[16] αναστολή της κυτταρικής ανάπτυξης σε ένα μοντέλο καρκίνου του μαστού. Έχει επίσης αποδειχθεί[17] ότι η CBG ασκεί αναλγητική, αντικαταθλιπτική και αντιβακτηριακή δράση. Έχει βρεθεί επίσης ότι έχει θετική επίδραση στην ψωρίαση, σταματώντας την υπερβολική ανάπτυξη ορισμένων δερματικών κυττάρων.










CBN (κανναβινόλη)

Η CBN δεν βιοσυντίθεται μέσα στις τριχοειδείς προεκβολές των φυτών της κάνναβης. Αντ' αυτού, είναι το αποτέλεσμα της αποδόμησηςε της THC μέσω της οξείδωσης. Μετά την έκθεση σε παρατεταμένη αποθήκευση ή έκθεση σε θερμότητα, φως και οξυγόνο, η THC αποδομείται σε CBN.

Το πλήρες προφίλ των επιδράσεων της CBN είναι ακόμη ασαφές, αλλά αναφέρθηκε ότι προκαλεί καταστολή. Δοκίμασες ποτέ να καπνίσεις ένα στέλεχος που στο τέλος σε έκανε να νιώθεις ιδιαιτέρως νυσταγμένος; Αυτό μπορεί να οφείλεται σε υψηλά επίπεδα συγκεκριμένων τερπενίων ή ίσως επειδή τα μπουμπούκια αποθηκεύτηκαν για καιρό και εκτέθηκαν σε κάποιον παράγοντα αποδόμησης.

Ακόμη και αυτό το κανναβινοειδές, που δημιουργήθηκε μέσω της οξείδωσης, έχει επιδείξει κάποιες εντυπωσιακές φαρμακευτικές ιδιότητες. Όπως και η CBG, η CBN είναι πολλά υποσχόμενη όσον αφορά την ψωρίαση. Αυτό συμβαίνει επειδή και τα δύο φαίνεται[18] να μειώνουν την υπερπαραγωγή των κυττάρων του δέρματος που ονομάζονται κερατινοκύτταρα, τα οποία συμβάλλουν στη φλεγμονή. Η CBN διαθέτει επίσης αντιεπιληπτικές και αντιβακτηριακές ιδιότητες[19].

 










CBC (cannabichrome)

Τα επίπεδα CBC ποικίλλουν έντονα στα φυτά της κάνναβης. Ορισμένα δείγματα παρουσιάζουν ελάχιστα επίπεδα, ενώ οι ποικιλίες που προέρχονται από εκλεκτικά προγράμματα καλλιέργειας διαθέτουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες, με αποτέλεσμα το κανναβινοειδές να καταστεί ένα από αυτά που υπάρχουν σε μεγαλύτερη αφθονία στην κάνναβη. Είναι ενδιαφέρον ότι τα παράγωγα του κανναβινοειδούς μπορούν να βρεθούν και αλλού στη φύση, συμπεριλαμβανομένων των ποικιλιών του Ροδόδενδρου και ορισμένων μυκήτων.

Το CBC έχει αποδειχθεί ότι διαθέτει αναλγητικές ιδιότητες, γεγονός που σημαίνει ότι εμποδίζει την ανίχνευση των ερεθισμάτων του πόνου, ένα επιθυμητό χαρακτηριστικό σε ορισμένα αναλγητικά, φαρμακευτικά σκευάσματα. Το κανναβινοειδές έχει επίσης αντιφλεγμονώδη δράση και αποδείχθηκε μάλιστα ότι αυξάνει τις επιδράσεις του THC in vivo (σε ζωντανούς οργανισμούς). Αυτό το φαινόμενο θα μπορούσε να έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τους καλλιεργητές που επιδιώκουν να παράγουν ποικιλίες με ισχυρά ψυχοδραστικά αποτελέσματα.

Το CBC μπορεί να ασκεί αυτές τις επιδράσεις[20] λόγω της ικανότητας του να δεσμεύεται από τον υποδοχέα CB2. Το CBC είναι ένας επιλεκτικός διεγέρτης του υποδοχέα CB2 και μπορεί να συνεισφέρει στο θεραπευτικό δυναμικό κάποιων τύπων κάνναβης, αντιμετωπίζοντας τη φλεγμονή μέσω αυτής της θέσης του στον υποδοχέα.

 








THCV (τετραϋδροκανναβιβαρίνη)

Όπως υποδηλώνει το όνοματ, η THCV είναι ένα μόριο παρόμοιο με το THC. Η διαφορά είναι ότι το μόριο είναι ένα ανάλογο προπυλεστέρα της THC. Η THC αλληλεπιδρά[21] με τους υποδοχείς CB1 και CB2. Το κανναβινοειδές είναι ένας μερικός διεγέρτης του υποδοχέα CB2, γεγονός που σημαίνει ότι έχει κάποια έλξη με τον υποδοχέα. Η THCV εμφανίζει διαφορετική συμπεριφορά όσον αφορά τη σχέση του με τον υποδοχέα CB1. Σε χαμηλές δόσεις, λειτουργεί ως ανταγωνιστής, εμποδίζοντας σε έναν βαθμό τη δραστηριότητα υποδοχέα. Ωστόσο, σε υψηλότερες δόσεις, το κανναβινοειδές γίνεται διεγέρτης του υποδοχέα CB1 και αρχίζει να τον ενεργοποιεί.

Αυτή η σχέση με τον υποδοχέα CB1 είναι ο λόγος για τον οποίο οι ψυχοτρόπες ιδιότητες της THCV έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση. Η THC επιδρά στον υποδοχέα CB1 ακόμη και σε χαμηλές δόσεις. Η THCV είναι πράγματι ψυχοτρόπο, αλλά απαιτούνται υψηλές δόσεις για να αλλάξει και να ενεργοποιήσει τον υποδοχέα αντί να τον μπλοκάρει. Αντίθετα, οι χαμηλές δόσεις είναι ικανές να καταστείλουν την όρεξη και να μειώνουν τις ψυχοτρόπες επιδράσεις της THC.

Όσον αφορά τις θεραπευτικές της ιδιότητες[22], έχει βρεθεί ότι η THCV προκαλεί απώλεια βάρους σε παχύσαρκους ποντικούς και ότι διαθέτει αντισπασμωδικά και αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα.








CBDV (κανναβιδαρίνη)

Η CBDV είναι ένα ανάλογο προπυλεστέρα της CBD. Όπως και η CBD, η CBDV έχει χαμηλή έλξη με τους υποδοχείς κανναβινοειδών και αναστέλλει επίσης την αποδόμηση του ενδοκανναβινοειδούς αναναμιδίου. Η CBDV αλληλεπιδρά επίσης με τους βανιλλοειδείς υποδοχείς και τον αμφιλεγόμενο τρίτο υποδοχέα ενδοκανναβινοειδών, τον GRP55. Η πρώιμη έρευνα[23] έχει βρει ότι τηο CBDV καθυστερεί νευρολογικά προβλήματα σε ποντικούς, αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα μετά τη χορήγηση. Η CBDV έχει επίσης αντισπασμωδικές ιδιότητες[24] και μπορεί ακόμη και να ξεπεράσει τις επιδράσεις της CBD σε αυτόν τον τομέα, παρόλο που πρόκειται για ένα κανναβινοειδές που φημίζεται για αυτή του την ιδιότητα. Η CBDV είναι επίσης πολλά υποσχόμενο όσον αφορά την ελάττωση της ναυτίας και του εμετού.

 














HCA (τετραϋδροκανναβινολικό οξύ)

Το THCA είναι ένα κανναβινοειδές οξύ που συντίθεται μέσα στις τριχοειδείς προεκβολές των φυτών της κάνναβης. Το μόριο μετατρέπεται σε ΤΗΟ μέσω της θερμότητας ή μέσω μακροχρόνιας αποδόμησης. Το THCA είναι μη ψυχοτρόπο και είναι ασθενής διεγέρτης και των δύο υποδοχέων CB1 και CB2. Η έρευνα δείχνει ότι έχει αντιφλεγμονώδεις, νευροπροστατευτικές, αντινεοπλαστικές και ανοσορρυθμιστικές επιδράσεις. Με έρευνα[25] που διεξήχθη σε παχύσαρκους ποντικούς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κανναβινοειδές οξύ είναι επίσης ικανό να μειώνει τον λιπώδη ιστό και να αποτρέψει τη μεταβολική νόσο.














CBDA (κανναβιδιολικό οξύ)

Το CBDA είναι ο πρόδρομος του κανναβινοειδούς οξέος της CBD πριν από την αποκαρβοξυλίωση. Αυτό το μόριο αλληλεπιδρά με τους υποδοχείς σεροτονίνης, βανιλλοειδούς και GPR55. Το CBDA μπορεί να είναι αποτελεσματικό κατά της ναυτίας και του εμετού. Όπως και η CBD, το μόριο έχει επίσης δείξει πρώιμα σημάδια δράσης κατά των όγκων. Έρευνα[26] που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Toxicology Letters" διαπίστωσε ότι το CBDA είναι ικανό να αναστέλλει τη μετανάστευση ορισμένων τύπων καρκινικών κυττάρων που σχετίζονται με τον καρκίνου του μαστού.

 















Πηγές:

1.        [The role of the endocannabinoid system in the regulation of endocrine function and in the control of energy balance in humans].

           - PubMed - NCBI https://www.ncbi.nlm.nih.gov

2.        The Biosynthesis of Cannabinoids - ScienceDirect https://www.sciencedirect.com

3.        Cannabis and Cannabinoids (PDQ®)–Health Professional Version - National Cancer Institute https://www.cancer.gov

4.        https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3165946/

5.        Effects on Spasticity and Neuropathic Pain of an Oral Formulation of Δ9-tetrahydrocannabinol in

           Patients With Progressive Multiple Sclerosis - ScienceDirect https://www.sciencedirect.com

6.        The potential therapeutic effects of THC on Alzheimer's disease. - PubMed - NCBI https://www.ncbi.nlm.nih.gov

7.        Thieme E-Journals - Planta Medica / Abstract https://www.thieme-connect.de

8.        Peter OBryan http://mct.aacrjournals.org

9.        Cannabidiol displays unexpectedly high potency as an antagonist of CB1 and CB2 receptor agonists in vitro. - PubMed - NCBI https://www.ncbi.nlm.nih.gov

10.      Cannabidiol is a negative allosteric modulator of the cannabinoid CB1 receptor. - PubMed - NCBI https://www.ncbi.nlm.nih.gov

11.      Cannabidiol enhances anandamide signaling and alleviates psychotic symptoms of schizophrenia | Translational Psychiatry https://www.nature.com

12.      Frontiers | Potential Clinical Benefits of CBD-Rich Cannabis Extracts Over Purified CBD in Treatment-Resistant Epilepsy: Observational Data Meta-analysis 

           | Neurology https://www.frontiersin.org

13.      Cannabis Pharmacology: The Usual Suspects and a Few Promising Leads - ScienceDirect https://www.sciencedirect.com

14.      Cannabis Pharmacology: The Usual Suspects and a Few Promising Leads. - PubMed - NCBI https://www.ncbi.nlm.nih.gov

15.      Colon carcinogenesis is inhibited by the TRPM8 antagonist cannabigerol, a Cannabis-derived non-psychotropic cannabinoid 

           |Carcinogenesis | Oxford Academic https://academic.oup.com

16.      Cannabis Pharmacology: The Usual Suspects and a Few Promising Leads. - PubMed - NCBI https://www.ncbi.nlm.nih.gov

17.      Cannabis Pharmacology: The Usual Suspects and a Few Promising Leads - ScienceDirect https://www.sciencedirect.com

18.      Cannabinoids inhibit human keratinocyte proliferation through a non-CB1/CB2 mechanism and

            have a potential therapeutic value in the treatment of psoriasis - ScienceDirect https://www.sciencedirect.com

19.      Cannabis Pharmacology: The Usual Suspects and a Few Promising Leads. - PubMed - NCBI https://www.ncbi.nlm.nih.gov

20.      Cannabichromene is a cannabinoid CB2 receptor agonist | bioRxiv https://www.biorxiv.org

21.      Error - Cookies Turned Off https://bpspubs.onlinelibrary.wiley.com

22.      Cannabis Pharmacology: The Usual Suspects and a Few Promising Leads. - PubMed - NCBI https://www.ncbi.nlm.nih.gov

23.      SAGE Journals: Your gateway to world-class journal research https://journals.sagepub.com

24.      Cannabis Pharmacology: The Usual Suspects and a Few Promising Leads. - PubMed - NCBI https://www.ncbi.nlm.nih.gov

25.      Tetrahydrocannabinolic Acid a (THCA-A) Reduces Adiposity and Prevents Metabolic Disease Caused by Diet-Induced Obesity

           | bioRxiv https://www.biorxiv.org

26.      Cannabidiolic acid, a major cannabinoid in fiber-type cannabis, is an inhibitor of MDA-MB-231 breast cancer cell migration https://www.ncbi.nlm.nih.gov

27.        https://www.royalqueenseeds.gr/content/198-ti-einai-ta-kannavinoeidi-kai-giati-einai-simantika